ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Θεόδωρος Πάγκαλος

Θεόδωρος Πάγκαλος  

πετυχαίνω με δόλιο τρόπο

Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος(2691)
Αντιπρόσωπος αυτομόρφωσις Αφούντωτος παρευτυχέω πολυχρώματος συσσιωπάω ταυτόφωνος χαυνόπρωκτος ψηφηφορέω

  • αντιπρόσωπος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει στραμμένο το πρόσωπο του κάπου # αντιμέτωπος # τοποτηρητής
  • αυτόμορφος [επίθετο δικατάληκτο] σχηματισμένος από μόνος του
  • αφουσία [η] σκουριά του σίδερου
  • παρευτυχέω [ρήμα] πετυχαίνω με δόλιο τρόπο
  • πολυχρώματος [επίθετο δικατάληκτο] ποικιλόχρωμος # πολύχρωμος # διαποίκιλτος
  • συσσιωπάω [ρήμα] σιωπώ και εγώ μαζί
  • ταυτόφωνος [επίθετο δικατάληκτο] έχων την ίδια φωνή
  • χαυνόπρωκτος [επίθετο δικατάληκτο] έχων πλατύ πρωκτό # κίναιδος # πούστης # ξεκωλιάρης
  • ψηφηφορέω [ρήμα] αποφασίζω με ψηφοφορία # ψηφοφορώ # ψηφίζω # εκλέγω με ψηφοφορία

από Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος (1028) ΕΠΙΛΟΓΕΣ

  • πορνοσύνη [η] πορνεία # παράδοση έναντι αμοιβής για συνουσία # ιδιότητα πόρνης # ιεροδουλία # προαγωγεία # πουτανιά # μιγνύεσθαι μετά πορνών

  • αρχαιρέσια [τα] εκλογή αρχόντων ή άλλων που πρόκειται να έχουν εξουσία
  • αρχαιρεσιάζω [ρήμα] εκλέγω άρχοντες ή άλλους που πρόκειται να ασκήσουν εξουσία # ψηφοθηρώ # κυνηγώ τους ψήφους των πολιτών
  • αρχαιρεσίαι [αι] εκλογή αρχόντων ή άλλων που πρόκειται να έχουν εξουσία
  • αρχαιρεσιακός [επίθετο τρικατάληκτο] ο των αρχαιρεσιών
  • αρχαιρεσιάρχης [ο] κομματάρχης # ηγέτης πολιτικού κόμματος

  • βρέτας [το ~ - του βρέτεος - τα βρέτεα & βρέτη - των βρετέων - τοις βρετάεσσιν] ξύλινο είδωλο # ξύλινο άγαλμα # ξύλινη εικόνα # εικόνισμα # βλάκας # τάβλα
  • επιτιμητής [ο] εκτιμητής # τιμωρός # τιμωρητής
  • θετταλότμητον κρέας [το - κωμικό] μεγάλο κομμάτι κρέατος κατάλληλο για πεινασμένο Θεσσαλό
  •  

από Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος (635) ΕΠΙΛΟΓΕΣ

  • κληρονομέω [ρήμα] κληρονομώ # κληρονομιά λαμβάνω # είμαι κληρονόμος # κάνω κληρονόμο # κληροδοτώ # αφήνω κληρονόμο # μετέχω # συμμετέχω # επιτυγχάνω # απολαμβάνω
  • ελληνοκοίτης [ο - βυζαντινός τύπος] που κοιμάται ερωτικά με συγγενικό του πρόσωπο
  • ελληνοκοπέω [ρήμα] μιλώ κολακευτικά για τους Έλληνες θηρεύων την εύνοια τους # μιμούμαι ήθη Ελληνικά # ζητώ την εύνοια του λαού με κολακείες και ρητορείες
  • νεκροπόλος [ο] πωλών τους νεκρούς
  • πρόξενος [ο] πολίτης διορισμένος να υποδέχεται τους επισήμους ξένους της χώρας ή της πόλης του σε ξένη χώρα # τίτλος που απονέμεται σε ξένο ευεργέτη # αντιπρόσωπος ξένων # προξενικός πράκτορας # επιτετραμμένος ή πρέσβης ξένης πόλης
  • πρόξενος [επίθετο δικατάληκτο] προξενών # παραίτιος # υπαίτιος # αίτιος # υπεύθυνος # υπέγγυος # υπόλογος
  • πρόξενος [η] φιλοξενούσα # οικοδέσποινα
  • κυδάσσω [ρήμα] δυσφημώ # κακολογώ # ονειδίζω # βρίζω # χλευάζω # ψέγω

ΑΥΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΙΟ ΒΑΡΙΑ ΠΑΓΚΑΛΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου